- περδικήσιος
- -α, -ο1. αυτός που είναι χαρακτηριστικός τής πέρδικας ή αυτός που προέρχεται από αυτήν (α. «περδικήσιο βάδισμα» β. «περδικήσια αβγά»)2. ο όμοιος με την πέρδικα3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) περδικήσια(ιδίως για βηματισμό) κατά τον τρόπο τής πέρδικας.[ΕΤΥΜΟΛ. < πέρδικα + κατάλ. -ήσιος (πρβλ. γερακ-ήσιος)].
Dictionary of Greek. 2013.